- κιστοφόρος
- Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του, ανάμεσα σε δύο κουλουριασμένα φίδια με ανασηκωμένα κεφάλια. Δεξιά και αριστερά τους ήταν χαραγμένα τα αρχικά της πόλης που είχε εκδώσει το νόμισμα ή, αργότερα, το όνομα του Ρωμαίου τοπάρχη. Οι κ. άρχισαν να κυκλοφορούν από το τέλος του 3ου αι. π.Χ. και είχαν βάρος περίπου δωδεκάμισι γραμμάρια, έγιναν δε το κύριο εμπορικό νόμισμα της δυτικής Μικράς Ασίας. Ήταν κυρίως τετράδραχμα ροδιακού σταθμητικού κανόνα, υπήρχαν όμως και δίδραχμα. Μετά το 133 π.Χ. η κοπή των νομισμάτων αυτών εξακολούθησε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι απέκτησαν το βασίλειο της Περγάμου με συνθήκη που υπογράφηκε από τον βασιλιά Άτταλο.
* * *κιστοφόρος, -ον (Α)1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόροςνόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη τού Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεω-φόρος, τροχο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.